Σελίδες

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΙ ΧΡΗΣΤΕΣ

Digitalis L. Δακτυλίτιδα

Οικογένεια: Scrophulariaceae
Είδος: Digitalis purpurea L, Digitalis lanata L
Περιγραφή:
Διετής ή πολυετής πόα, λεία χνουδωτή, βλαστός ισχυρός. Φύλλα κατ’ εναλλαγή ή δέσμες, μεγάλα οδοντωτά ή πριονωτά. Άνθη μεγάλα, πορφυρά, λευκά ή κίτρινα με επιμήκης πολυάνθης βότρυς. Κάλυκας με 5 άνισους λοβούς. Στεφάνη σωληνοειδής, κωδωνοειδής που στενεύει στη βάση με 2 χείλη συνήθως δυσδιάκριτα στον άνω λωβό, και 3 άνισους λωβούς κάτω. D. purpurea είναι ένα διετές, σπάνια πολυετής πόα. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή 10-40 cm σε μήκος και 4-15 cm πλάτος οβάλ. Τα άνθη είναι ροζ-πορφυρά με πιο σκούρα πορφυρά σημεία. D. lanata είναι ένα διετές ή πολυετής πόα. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή 5-15 cm σε μήκος και πάνω από 4,5 cm πλάτος. Τα περίγραμμα των φύλλων γίνεται οδοντωτό προς την κορυφή. Τα άνθη είναι λευκοκιτρινωπά.
Κλίμα –έδαφος:
Αναπτύσσεται σε περιοχές με ηπειρωτικό κλίμα. Προτιμά περιοχές με σκίαση. Σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα μειώνεται η ανάπτυξη της και καθυστερεί η σύνθεση των γλυκοζιτών.
Η δακτυλίτιδα απαιτεί εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται ικανοποιητικά τόσο σε όξινα όσο και σε αλκαλικά εδάφη. Καλή απόδοση σε γλυκοζίτες παρουσιάζει η D. purpurea σε όξινα εδάφη, ενώ η D. lanata σε αλκαλικά.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Σπορά απευθείας στο χωράφι ή σε σπορεία. Η σπορά μπορεί γίνεται συνήθως άνοιξη ή φθινόπωρο. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους του σπόρου αλλά και της μη ομοιόμορφης βλάστησής του, τα φυτά είναι καλύτερα να σπέρνονται σε σπορεία και μετά να μεταφυτεύονται. Αποστάσεις μεταξύ των γραμμών 50 cm και 35 cm μεταξύ των φυτών.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση Ν-Ρ-Κ λίπανσης έχει καταγραφή ότι μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης από 32-40%. Η χρήση αζωτούχου λίπανσης οδηγεί σε αύξηση του αριθμού των φύλλων αλλά μειώνεται το βάρος τους. Εφαρμογή θειούχου αμμωνίας οδηγεί σε επιτάχυνση της βλαστικής ανάπτυξης των φυτών.
Άρδευση: Καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια.
Εχθροί-ασθένειες:
Η κυριότερη ασθένεια στη δακτυλίτιδα είναι η altenaria. Προσβάλλει τα φύλλα αρχικά δημιουργώντας καφέ στίγματα στην επιφάνεια, έπειτα καλύπτει όλη την επιφάνεια και προκαλεί καρούλιασμα του φύλλου. Οι κυριότερες προσβολές είναι από περονόσπορο, ανθράκωση, σκωρίαση.
Συλλογή – Απόδοση:
Τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασης της φυτείας παραμένουν τα φυτά χωρίς ανθοφόρο άξονα σε μορφή ροζέτας. Η δακτυλίτιδα καλλιεργείται για τα φύλλα της και για αυτό η συγκομιδή γίνεται τον πρώτο χρόνο. Συλλέγεται όλο το φυτό σε ύψος 10-15 cm. Η απόδοση σε φρέσκια δρόγη είναι 3.000 κιλά το στρέμμα. Ακολουθεί ξήρανση σε σκιά όπου στο τελικό προϊόν η υγρασία πρέπει να κυμαίνεται στο 8-10%. Η ξηρή δρόγη είναι 500 κιλά το στρέμμα.
Αιθέριο έλαιο:
Το κυριότερο χημικό συστατικό των φύλλων της δακτυλίτιδας είναι καρδιακοί γλυκοζίτες ή γλυκοσίτες. Υψηλή συγκέντρωση σε καρδιακούς γλυκοζίτες (1-1,4%) καταγράφεται στην D. lanata και ονομάζονται lanatosides. Οι lanatosides της δακτυλίτιδας χωρίζονται σε 5 ομάδες, A, B, C, D, και E. Επίσης υπάρχουν πολλοί σημαντικοί δευτερογενείς γλυκοζίτες με κυριότερη την ditoxin. H D. purpurea έχει μικρότερη συγκέντρωση σε γλυκοζίτες (0,2-0,45%). Η digitoxin εξακολουθεί να εξάγεται από την D. purpurea φαρμακευτικούς σκοπούς.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Κύριο συστατικό των φύλλων της δακτυλίτιδας είναι καρδιογλυζίτες. Οι καρδιακοί γλυκοζίτες χρησιμοποιούνται για την θεραπευτική αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας και δρουν στο καρδιοαγγειακό σύστημα. Η δακτυλίτιδα παρουσιάζει αθροιστική δράση γιαυτό και τα όρια μεταξύ θεραπευτικής και τοξικής δόσης είναι μικρά.

Δακτυλίτιδα – Digitalis L

Δακτυλίτιδα – Digitalis L

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Pranda H. Medicinal plants cultivation and their uses. Asia Pacific Business Press Inc. National Institute of Industrial Research
http://www.ansci.cornell.edu/plants/digitalis.html
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC481894/pdf/brheartj00117-0036.pdf
http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene0430.html#profile
http://www.hort.purdue.edu/newcrop/med-aro/factsheets/foxglove.html
http://www.pharm.auth.gr/gr/anakoinoseis_mathimatwn/ToxicolPowerPoint/ClinicalToxicol2.ppt#429,18,Βενζοδιαζεπίνες

Coriandrum sativum L.

Coriandrum sativum L.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Carrubba A., R. la Torre and I. Calabrese., 2001. Cultivation trials of coriander (Coriandrum sativum L.) in a semi-arid Mediterranean environment. International Conference on Medicinal and Aromatic Plants. Possibilities and Limitations of Medicinal and Aromatic Plant Production in the 21st Century.
Diederichsen A., 1996. Coriander (Coriandrum sativum L.). Promoting the conservation and use of underutilized and neglected crops. 3. Institute of Plant Genetics and Crop Plant Research, Gatersleben/ International Plant Genetic Resources Institute, Rome.
Bhuiyan1 I. N. Md., J. Begum1 and M. Sultana, 2009. Chemical composition of leaf and seed essential oil of Coriandrum sativum L. from Bangladesh. Bangladesh J Pharmacol 2009; 4: 150-153

Pimpinella anisum L.

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Akhtar A., A. A. Deshmukh, A. V. Bhonsle, P. M. Kshirsagar and M. A.Kolekar, 2008. In vitro Antibacterial activity of Pimpinella anisum fruit extracts against some pathogenic bacteria. Veterinary World, Vol.1(9) pp: 272-274 H.
Arslan N., B. Gurbuz, E. O. Sarihan, 2003. Variation in Essential Oil Content and Composition in Turkish Anise (Pimpinella anisum L.) Populations. Turk J Agric For 28 pp. 173-177
Ozcan M. M. and J. C. Chachat, 2006. Chemical composition and antifungal effect of anise (Pimpinella anisum L.) fruit oil at ripening stage. Annals of Microbiology. pp.353-358.
Peter K.V., 2001. Handbook of herbs and spices. Woodhead Publishing in Food Science and Technology. Vol 1. pp. 39-47
Shukla H. S., P. Dubey and R.V. Chaturvedi, 1988. Antiviral properties of essential oils of Foeniculum vulgare and Pimpinella anisum L.Agronomie Vol 9. pp. 277-279.
Simon, J. E., A. F. Chadwick and L. E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.

Pimpinella anisum L. Γλυκάνισος

Οικογένεια: Apiaceae
Είδος: Pimpinella anisum L
Περιγραφή:
Το γένος Pimpinella περιέχει 23 είδη. Ο γλυκάνισος Pimpinella anisum L είναι ετήσιο φυτό και έχει ύψος που κυμαίνεται από 30-70 cm. Το φυτό καλύπτεται με τρίχες. Η ρίζα είναι λεπτή πασσαλώδης. Τα κατώτερα φύλλα είναι απλά, μονόφυλλα, τα μεσαία τρισχιδή με τμήματα σφηνοειδή, πτερόλοβα, γραμμοειδή. Άνθη σε σκιάδια με 6-12 ακτίνες. Τα άνθη του λευκά σε ταξιανθία σύνθετης ομπρέλας με διάμετρο 3 mm. Ο γλυκάνισος είναι σταυρογονιμοποιούμενος. Ο καρπός είναι σχιζοκάρπιο 4 mm μήκους.
Κλίμα –έδαφος:
Ο γλυκάνισος απαιτεί ζεστό κλίμα και χωρίς παγετό την περίοδο ανάπτυξης του. Καλύτερο pH ανάπτυξης 6,3-7,3. Προτιμά εδάφη καλά στραγγιζόμενα, ελαφρά, γόνιμα και ασβεστούχα. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλα τα πεδινά και ημιορεινά μέρη της Ελλάδας.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Σπορά απευθείας στο χωράφι. Χρειάζονται 14 μέρες για να βλαστήσει ο σπόρος. Ο σπόρος πρέπει να είναι της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου γιατί η βλαστική ικανότητα του είναι της τάξης του 70%. Σπόροι 3 ετών δεν βλασταίνουν. Καλύτερη θερμοκρασία εδάφους για την βλάστηση είναι από 18-21 0C. Σπέρνεται με πνευματική μηχανή 570 gr/στρ, αν σπαρεί με το χέρι απαιτείται διπλάσια ποσότητα. Οι σπόροι πρέπει να τοποθετούνται σε βάθος μέχρι 1 cm. Η σπορά μπορεί να γίνει άνοιξη ή φθινόπωρο ανάλογα με την περιοχή. Καλύτερη εποχή για την Ελλάδα είναι μέσα Μαρτίου έως τέλος Απριλίου.
Αποστάσεις μεταξύ των γραμμών 50 cm και 75 cm στα ποτιστικά.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης φαίνεται ότι βελτιώνει την ποιότητα και την ποσότητα των καρπών όταν χρησιμοποιείται η ενδεδειγμένη ποσότητα. Αντίθετα αν χρησιμοποιηθεί μεγαλύτερη ποσότητα μειώνεται η απόδοση.
Άρδευση: Μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ξηρικά και σε αρδευόμενα χωράφια. Αν δεν βρέξει χρειάζονται 3 ποτίσματα, 1 μετά τη σπορά, 1 πριν την άνθηση και 1 μια βδομάδα μετά το πέρας της άνθησης.
Εχθροί-ασθένειες: 
Οι κυριότερες ασθένειες είναι ο περονόσπορος του αμπελιού (Peronospora viticola) και η σκλεροτινίαση (Sclerotinia sclerotirum). Ο γλυκάνισος προτείνεται να καλλιεργείται μαζί με άλλα είδη γιατί απομακρύνει τις αφίδες και το σκουλήκι του λάχανου.
Συλλογή – Απόδοση:
Η συγκομιδή γίνεται με θέρισμα των φυτών όταν οι περισσότεροι καρποί μιας ταξιανθίας βρίσκονται στο στάδιο της ωριμότητας (1 μήνα μετά τη γονιμοποίηση) περίπου το πρώτο 15νθήμερο του Ιουλίου. Τα φυτά αφήνονται θερισμένα για να ξεραθούν 2-3 μέρες και μετά αλωνίζονται με θεριζοαλωνιστική μηχανή. Η απόδοση σε καρπό στις ξηρικές καλλιέργειες είναι 50-100 κιλά το στρέμμα ενώ στις ποτιστικές διπλασιάζεται.
Αιθέριο έλαιο:
Το αιθέριο έλαιο παίρνεται από τον καρπό μετά από μηχανική σύνθλιψη και απόσταξη στον ατμό. Η απόδοση σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 1-4%, κουμαρίνες (umbelliprenine, umbelliferone, scolotin), λίπη (fatty acid, petroselenic acid, oleic acid, linoleic acid). Τα κύρια συστατικά του αιθερίου ελαίου είναι: trans-anethol, methychavicol και β-caryophyllene.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Ο γλυκάνισος καλλιεργείται κυρίως για το σπόρο του. Ο σπόρος του χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό ποτών όπως ούζου και τσίπουρου. Χρησιμοποιείται σαν αρωματικός παράγοντας (ψωμιά, σούπες, κέικ, καραμέλες, επιδόρπια και σε μη οινοπνευματώδη ποτά όπως ηδύποτα), στην κοσμετολογία και στη φαρμακευτική. Το αιθέριο έλαιο του χρησιμοποιείται σαν αντισηπτικό, στις οδοντόκρεμες, για στοματικές πλύσεις, σαπούνια, λοσιόν κ.ά. Το έλαιο του παρουσιάζει ιδιότητες αντιβακτηριακές (για Staphylococcus aureus, Streptococcus pyogenes, Escherichia coli και Corynebacterium ovis), αντιμικροβιακές, αντιοξειδωτικές και ηρεμιστικές.

Μελισσόχορτο - Melissa officinalis L

Melissa officinalis L
Καββαδάς Σ. Δ., 1956. Εικονογραφημένον Βοτανικόν- Φυτολογικόν Λεξικόν, Αθήνα.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Simon, J.E., A.F. Chadwick and L.E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.
http://www.kozani.gr/gea/aromatika.html
Lowman, M.S. and M. Birdseye. 1946. Savory Herbs: Culture and Use. Farmer's Bulletin No. 1977. USDA, Washington, DC.
Sievers, A.F. 1930. The Herb Hunters Guide. Misc. Publ. No. 77. USDA, Washington DC.
Magness, J.R., G.M. Markle, C.C. Compton. 1971. Food and feed crops of the United States.
http://www.umm.edu/altmed/articles/lemon-balm-000261.htm

Melissa officinalis L. (Lemon balm) Μελισσόχορτο

Οικογένεια: Lamiaceae
Είδος: Melissa officinalis L.
Περιγραφή:
Το μελισσόχορτο είναι πολυετής πόα αυτοφυές στις νότιες περιοχές της Ευρώπης. Το ύψος του κυμαίνεται από 0,5 έως και 1 m. Ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος καλυμμένος με τρίχες και τα φύλλα του είναι ωοειδή, έμμισχα, αντίθετα και πριονωτά καλυμμένα με τρίχες. Άνθη λευκά ή ροδίζοντα, κάλυκας τριχωτός κωδωνοειδής, στεφάνη δίχειλη (το κάτω έχει 3 λοβούς άνισους το πάνω δισχεδές) και στήμονες 4 διδύναμοι.
Κλίμα –έδαφος:
Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές, σε πλούσια εδάφη, ποτιστικά, καλώς στραγγιζόμενα. Δεν αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Το χειμώνα, το υπέργειο τμήμα με τις πρώτες πάχνες καταστρέφεται και διαχειμάζει μόνο το πλούσιο και σχετικά αβαθές ριζικό του σύστημα. Απαιτεί pH εδάφους μεταξύ 4,5 και 7,8.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Ο σπόρος είναι σχετικά μικρός χρειάζονται 6 m2 σπορείου και περίπου 12 gr σπόρου ανάλογα με τη βλαστική του ικανότητα. Σπέρνεται σε σπορεία με την ίδια διαδικασία που ακολουθούμε για τη ρίγανη. Δημιουργία σπορείου είναι οι αρχές Μαρτίου. Μεταφύτευση στο χωράφι γίνεται με καπνοφυτευτική.
Β) Μοσχεύματα: Παίρνονται μοσχεύματα (βλαστοί πρώτου ή και δεύτερου έτους μήκους 12-15 cm) τα οποία παίρνονται από το μητρικό φυτά αρχές Μαϊου. Βρέχονται αρχικά και κατόπιν βυθίζονται σε ορμόνη ριζοβολίας (το κάτω τμήμα των κομμένων βλαστών h = 2 cm) ακολουθεί τοποθέτηση τους κατά τα δύο τρίτα σε υπόστρωμα ριζοβολίας. Συνήθως η ριζοβολία διαρκεί 4 βδομάδες.
Γ) Παραφυάδες: Τμήματα βλαστού που όταν αφαιρούνται από τα μητρικά φυτά έχουν ήδη ρίζες. Από 1 φυτό ηλικίας 2 ετών αποκτούμε 40-50 παραφυάδες που μεταφυτεύονται στο χωράφι, όπως τα σπορόφυτα.
Αποστάσεις φύτευσης 75-80 cm μεταξύ των γραμμών και 35-40 cm μεταξύ των φυτών. Αριθμός φυτών 4.000 φυτά/στρ.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης και προσθήκη ποσότητας φωσφόρου και καλίου. Η σχέση των στοιχείων των μονάδων λίπανσης του Ν, P και Κ, είναι 2:1,5:1. Προσθήκη το χειμώνα βασικής λίπανσης Ν-Ρ-Κ και δύο επιφανειακές δόσεις (συνήθως νιτρική αμμωνία). Όταν το Ν είναι σε μεγαλύτερη αναλογία σε σχέση με τα άλλα θρεπτικά στοιχεία, παρουσιάζονται τροφοπενίες φωσφόρου και ιχνοστοιχείων Fe, Cu και Zn.
Άρδευση: Είναι αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί 1 πότισμα ανά 10-15 μέρες.
Εχθροί-ασθένειες: Προσβάλλεται από ωίδιο και αφίδες.
Συλλογή – Απόδοση:
Την πρώτη χρονιά το μελισσόχορτο συλλέγεται μια φορά την περίοδο ανθοφορίας, ενώ από τη δεύτερη χρονιά έχουμε δυο συλλογές. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθησης (συνήθως αρχές Ιουλίου), η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Η απόδοση μπορεί να φτάσει τα 1.200 κιλά/στρέμμα σε χλωρό βάρος από το δεύτερο έτος. Συλλέγεται μηχανικά με χορτοκοπτικό και ξεραίνεται σε θερμοκρασία κάτω απόν 40 0C.
Αιθέριο έλαιο:
Το αιθέριο έλαιο, λαμβάνεται με απόσταξη του φυτικού υλικού αμέσως μετά από τη συγκομιδή, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία γιατί μπορεί να αποδώσει τη μυρωδιά του λεμονιού με λιγότερο κόστος σε σχέση με εκχυλίσματα άλλων αρωματικών φυτών. Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο των φρέσκων φύλλων υπολογίζει κατά μέσο όρο 0,1 % και γενικότερα κυμαίνεται από 0,01 και 0,13%. Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 0,15-0,3% σε ξηρό βάρος. Τα πιο υψηλά επίπεδα αιθερίου ελαίου έχουν εξαχθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Το αιθέριο έλαιο περιέχει σαν κύρια συστατικά του Lemon balm geraniol, cintronellal, linalool, ενώ το trans-carveol είναι το κύριο συστατικό του αιθερίου ελαίου του λεμονιού. Το αιθέριο έλαιο αλλοιώνεται συχνά με τα μίγματα lemongrass, citronella, ή ελαίου από λεμόνια.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, βιομηχανία τροφίμων και καλλυντικών. Το έλαιο έχει αποδειχθεί ότι παρουσιάζει αντιοξειδωτική, αντγιφλεγμονώδη, αντιμικροβιακή, αντιική και ηρεμιστική δράση. Χρησιμοποιείται επίσης σε κρέμες για τη θεραπεία του απλού έρπητα. Τα φύλλα του μεισσόχορτου χρησιμοποιούνται φρέσκα ή/και ξηρά ως καρύκευμα στις σάλτσες τις σάλτσες, τις σούπες, κρεατικά, λαχανικά και τα επιδόρπια. Σαν αρωματικός παράγοντας χρησιμοποιείται σε μερικά οινοπνευματώδη ποτά και ηδύποτα και σε τσάγια. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι το μελισσόχορτο παρουσιάζει ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα των ποντικιών που δοκιμάστηκε εργαστηριακά.  Είναι το κατεξοχήν μελισσοτροφικό φυτό.