Σελίδες

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΙ ΧΡΗΣΤΕΣ

Hyssopus officinalis L. Ύσσωπος

Οικογένεια: Lamiaceae
Περιγραφή:
O ύσσωπος Hyssopus officinalis L. είναι μια αρωματική, πολυετής πόα (6-7 χρόνια διάρκεια ζωής) με πολλούς βλαστούς τετράγωνους που εκφύονται από τη ρίζα φτάνουν σε ύψος 30-60 cm οι οποίοι ξυλοποιούνται.Τα φύλλα είναι άμισχα, αντίθετα, επιμήκη. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα κυανά, ροζ ή λευκά που εκφύονται κατά σπονδύλους. Κάλυκας κωδωνοειδής, με οδοντωτά χείλη και στεφάνη δίχειλη. Ανθίζουν από Μάιο έως Ιούνιο.
Κλίμα –έδαφος:
Ο ύσσωπος ευδοκιμεί σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο έως και 400 m υψόμετρο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή τόσο στην ξηρασία το καλοκαίρι όσο και στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε εδάφη πολύ βαριά που δεν αποστραγγίζονται. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη πετρώδη, ξηρικά και ασβεστούχα.
Πολλαπλασιασμός:
Ο ύσσωπος μπορεί να καλλιεργηθεί είτε από με σπόρους είτε με παραφυάδες.
Α) Σπόρος:
Ο σπόρος παρουσιάζει υψηλό ποσοστό βλαστικής ικανότητας. Σε κανονικά επίπεδα υγρασίας και θερμοκρασίας ο σπόρος μπορεί να βλαστήσει μέσα σε 10-12 ημέρες. Τα φυτά είναι έτοιμα για μεταφύτευση 5-6 βδομάδες μετά τη σπορά. Καλύτερη περίοδος σποράς θεωρείται η εαρινή.
Β) Παραφυάδες: Τμήματα βλαστού με ριζικό σύστημα τα οποία αφαιρούνται από το μητρικό φυτό και φυτεύονται απευθείας στο χωράφι. Αφαιρούνται από καλλιέργειες από τον δεύτερο χρόνο φύτευσης τους και μετά.
Οι αποστάσεις φύτευσης 70-80 cm μεταξύ των γραμμών και 30-40 cm μεταξύ των φυτών.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση λιπάσματος με άζωτο, φώσφορο και κάλιο αν γίνει εδαφολογική ανάλυση και προκύψει ότι υπάρχει έλλειψη.
Άρδευση: Καλλιεργείται και σε ξηρικά αλλά και σε αρδευόμενα εδάφη.
Εχθροί-ασθένειες: Πιθανή προσβολή από μύκητες εδάφους που προκαλούν σηψιρριζίες.
Συλλογή – Απόδοση:
Όταν χρησιμοποιείται για παραγωγή αιθερίου ελαίου τότε η συλλογή γίνεται στο στάδιο της πλήρης άνθησης συνήθως τέλη Μαΐου. Η συλλογή ξεκινάει το 2ο έτος.
Σε αρδευόμενες καλλιέργειες έχουμε δύο συλλογές ανά έτος και να δώσει παραγωγή 3 tn σε χλωρή δρόγη.
Συλλέγεται μηχανικά με χορτοκοπτικό και ξηραίνεται στη σκιά.
Αιθέριο έλαιο:
Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες, το στάδιο συλλογής το πολλαπλασιαστικό υλικό κ.λ.π. και κυμαίνεται από 1-2% της ξηρής δρόγης. Τα κύρια συστατικά του αιθερίου ελαίου του ύσσωπου είναι 1,8-cineole, pinocaphone, isopinocamphone, pinocarvone, b-pinene, pinocamphone κ.ά. Το αιθέριο έλαιο του συχνά
Ιδιότητες-χρήσεις:
Ο ύσσωπος παρουσιάζει σπασμολυτική δράση και το καθιστά αποτελεσματικό για την θεραπεία του βήχα, βρογχίτιδας, βρογχικό άσθμα, και άλλες αναπνευστικές ασθένειες.
Το ισχυρό άρωμα του αιθερίου ελαίου του ύσσωπου είναι συστατικό πολλών ηδύποτων. Χρησιμοποιείται επίσης σαν συστατικό σε κολόνιες και αρώματα. To αιθέριο έλαιο του παρουσιάζει αντιβακτηριδιακή δράση. Χρησιμοποιείται στην κοσμετολογία για προστασία και καθαρισμό ευαίσθητων επιδερμίδων. Σε σπάνιες περιπτώσεις τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην μαγειρική ως αρωματική ουσία για σούπες, σαλάτες κ.ά.. Είναι ισχυρό μελισσοτροφικό φυτό.

Hyssopus officinalis L. Ύσσωπος

Καββαδάς Σ. Δ., 1956. Εικονογραφημένον Βοτανικόν- Φυτολογικόν Λεξικόν, Αθήνα
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Σκρουμπής Β., 1990. Αρωματικά, φαρμακευτικά και μελισσοτροφικά φυτά της Ελλάδας. Έκδοση Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου.
Gruenwald, J., T. Brendler and C. Jaenicke, 2000. PDR for Herbal Medicines. Montvale, NJ: Medical Economics, pp. 414-415.
Nanova Ζ., Y. Slavova, D. NEnkova and I. Ivanov, 2007. Microclonal Propagation of Hyssop (Hyssopus officinalis L.) Bulgarian Journal of Agricultural Science, V13 pp. 213-219
Simon, J.E., A.F. Chadwick and L.E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.

Ρίγανη – Origanum vulgare ssp. hirtum L.

Καββαδάς Σ. Δ., 1956. Εικονογραφημένον Βοτανικόν- Φυτολογικόν Λεξικόν, Αθήνα.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Σκρουμπής Β., 1990. Αρωματικά, φαρμακευτικά και μελισσοτροφικά φυτά της Ελλάδας. Έκδοση Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου.
International Plant Genetic Resources Institute, 1997. Oregano. Workshop on Oregano. Eds. S. Padulosi. pp. 34-131.
Wogiatzi E., N. Gougoulias, A. Papachatzis, I. Vagelas and N. Chouliaras, 2009. Chemical composition and antimicrobial effects of Greek Origanum species essential oil. Biotechnological Equipment Diagnosis Press. Vol (23), pp. 1322-1324, .

Origanum majorana L. - Ματζουράνα ή Μαντζουράνα

Οικογένεια: Lamiaceae
Είδος: Origanum majorana L.
Περιγραφή:
Η ματζουράνα Origanum majorana L. είναι αρωματική, πολυετής πόα χνουδωτή με βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, σχεδόν λείο ύψους 20-50 cm, με φύλλα γκρι έως πράσινα μικρά, ωοειδή ή προμήκη με βραχύ μίσχο. Άνθη λευκά ή και κόκκινα, σε στάχυ ωοειδή ή σφαιρικά. Βράκτια ωοειδή- σπαθοειδή.
Κλίμα –έδαφος:
Η μαντζουράνα ευδοκιμεί σε εδάφη πλούσια που αποστραγγίζονται καλά. Προτιμά περιοχές με μάλλον ήπιο κλίμα. Παρουσιάζει μειωμένη αντοχή στο κρύο. Η φωτοπερίοδος επηρεάζει την ανάπτυξη της ταξιανθίας, των φυτών και την διαφοροποίηση της ταξιανθίας. Σε περιοχές με διάρκεια ημέρας 12-16 ώρες την περίοδο της διαφοροποίησης δημιουργεί φυτά με καλύτερο φύλλωμα. Καλύτερο pH ανάπτυξης το 6,8, αλλά αναπτύσσεται καλά και σε μεγαλύτερο pH, μπορεί να αναπτυχθεί και σε pH 4,9-8,7.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρος:
α) σε σπορείο: Εφαρμόζεται όταν πρόκειται να γίνει η εγκατάσταση σε βαρύ χωράφι που δημιουργεί στην επιφάνεια κρούστα. Το έδαφος που θα γίνει το σπορείο πρέπει να ψιλοχωματιστεί σε βάθος 15-20 εκ. Ρίχνουμε 18-20 λίτρα τύρφη και άμμο ή περλίτη / τετραγωνικό μέτρο και σε βάθος 8-10 εκατοστά και αναμιγνύεται. Βρέχεται ελαφρά το έδαφος και ισοπεδώνεται με σανίδα. Ρίχνουμε το σπόρο καλύπτουμε με λίγη ποταμίσια άμμο το πατάμε ελαφρά με σανίδα και το βρέχουμε με νερό. Τέλος, καλύπτουμε με πλαστικό το σπορείο. Σπορείο τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου ή εαρινή σπορά (αρχές Ιουνίου).
β) Απευθείας σπορά στο χωράφι: Χρειάζεται περισσότερη ποσότητα σπόρου σε σχέση με τη σπορά σε σπορείο. Εφαρμόζεται σε εδάφη ελαφρά
Β) Παραφυάδες: Τμήματα βλαστού με ριζικό σύστημα τα οποία αφαιρούνται από το μητρικό φυτό και φυτεύονται απευθείας στο χωράφι.
Καλύτερο απόδοση έχουμε όταν υπάρχουν 8-10 φυτά/m2. Αποστάσεις φύτευσης 50-60 cm μεταξύ των γραμμών και 20 cm μεταξύ των φυτών για να είναι πιο εύκολος ο χειρισμός των ζιζανίων. Η πυκνότητα φύτευσης επηρεάζει την απόδοση της καλλιέργειας.. Η φύτευσης των σπορόφυτων ή των παραφυάδων γίνεται Οκτώβριο ή σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο Μάρτιο. Συνήθως καλό είναι να καλλιεργείται η μαντζουράνα σε χωράφια που έχει καλλιεργηθεί πρώτα πατάτες ή ψυχανθή. Καλύτερη εποχή φύτευσης στο χωράφι μετά τον Νοέμβριο.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα. Χρειάζεται περισσότερα σκαλίσματα από τη ρίγανη. Κυριότερα ζιζάνια είναι η αγριάδα, περικοκλάδα και ο βέλιουρας.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης αυξάνει την αυξάνει την παραγωγή φύλλων.
Άρδευση: Έχει περισσότερες απαιτήσεις σε νερό σε σχέση με την ρίγανη.
Εχθροί-ασθένειες: Μεγάλο πρόβλημα από Altenaria και Fussarium.
Συλλογή – Απόδοση:
Συλλογή συνήθως τέλη Ιούνιου-Αύγουστο όταν είναι σε πλήρη ανθοφορία. Η απόδοση σε ξηρό βάρος είναι περίπου 250 kg/στρ. Συλλέγεται μηχανικά με χορτοκοτικό και ξηραίνεται στη σκιά.
Αιθέριο έλαιο:
Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 0,5-4%. Δύο είναι οι κύριοι χειμιότυποι του αιθερίου ελαίου μαντζουράνας: α) cis-sabinene-hydrate/ terpinen-4-ol β) carvacrol/thymol. Κύριοι παράγοντες για να έχουμε καλή ποιότητα σε έλαιο είναι: α) η απόδοση σε έλαιο να είναι μεγαλύτερη από 2%, β) κύριο συστατικό του αιθερίου ελαίου της είναι cis-sabinene-hydrate πάνω από 45%, γ) πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε terpinen-4-ol. Όταν πρόκειται για ξηρή δρόγη για να έχουμε καλή ποιότητα θα πρέπει α) η μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία 14% β) το βάρος των φύλλων πρέπει να είναι μεγαλύτεορ από 95%.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Χρησιμοποιείται για ασθένειες της καρδιάς, πυρετό (Kirtikar and Basu, 1985). Παρουσιάζει αντιβακτηριακές, αντιιοικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται επίσης, στην κοσμετολογία, στις βιομηχανίες αρωμάτων, σαν καρύκευμα, σε σούπες, στην αρτοποιία κ.ά.

Ματζουράνα ή Μαντζουράνα– Origanum majorana L.

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Σκρουμπής Β., 1990. Αρωματικά, φαρμακευτικά και μελισσοτροφικά φυτά της Ελλάδας. Έκδοση Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου.
Kirtikar, K. R. and B. D. Basu, 1985. Indian medicinal plants. (Eds.: E. Blatter, J.F. Caius and S.K. Mhaskar). Bishen Singh and Mahendra Pal Sing, Dehradun. Vol. 3, pp. 250.
Leeja L. and J. E. Thoppil, 2007. Antimicrobial activity of methanol extract of Origanum majorana L. (Sweet marjoram). Journal of Environmental Biology V 28(1) pp. 145-146.
Zawislak G., 2008. Dependence on harvest date and yielding of marjoram (Origanum majorana L.) C.V. “Miraz” cultivated from a seedling.

Achillea millefolium L. Yarrow Αχιλλέα ή αχίλλειος ή χιλιόφυλλη

Οικογένεια: Asteraceae
Είδος: Achillea millefolium L.
Περιγραφή:
Υπάρχουν περίπου 100 είδη του γένους Achillea. Πολυετές πόα, με βλαστούς χνουδωτούς ύψους 20-80 cm. Φύλλα πτεροειδή σύνθετα. Άνθη λευκά, ρόδινα ή κοκκινωπά συνήθως 5-10 mm, σε ταξιανθία κορύμβου που σχηματίζουν δίσκο. Ανθίζει από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο. Η Achillea millefolium σχηματίζει ριζώματα τα οποία βρίσκονται σε μικρό βάθος στο έδαφος. Η διάμετρος των ριζωμάτων ποικίλλει από 1-6 mm. Παρουσιάζει υψηλή ταξονομική διαφοροποίηση (μορφολογική και ανατομική) εξαιτίας του σε μεγάλη έκταση υβριδισμού που παρατηρείται στους πληθυσμούς της.
Κλίμα –έδαφος:
Ευδοκιμεί σε περιοχές θερμές και ηλιόλουστες. pH ανάπτυξης 6-8. Παρουσιάζει σχετική αντοχή στην ξηρασία -απαιτούνται 3-4 ποτίσματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Απαιτεί εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα. Δεν αναπτύσσεται σε αλατούχα εδάφη και σε περιοχές με σκίαση.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Παρουσιάζει υψηλή βλαστική ικανότητα ο σπόρος της τάξης του 90%. Πειράματα έδειξαν ότι σπόρος που είχε αποθηκευτεί για 9 έτη σε ξηρό χώρο παρουσιάζει βλαστική ικανότητα της τάξης του 40%. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο σε θερμοκήπιο συνήθως τον Ιανουάριο. Απαιτούνται 5-6 m2 σπορείου για να καλύψει τις ανάγκες για καλλιέργεια 1 στρέμματος. Ο σπόρος πρέπει να τοποθετείται επιφανειακά. Μεταφύτευση στο χωράφι με καπνοφυτευτικές μηχανές την άνοιξη. Αποστάσεις φύτευσης 70-80 cm μεταξύ των γραμμών και 30-40 cm πάνω στη γραμμή.
Β) Παραφυάδες: Οι παραφυάδες είναι μικρά φυτά που προέρχονται από οριζόντιες υπόγειες ρίζες τα οποία αφαιρούνται από το μητρικό φυτό και φυτεύονται απευθείας στο χωράφι.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα συνήθως την άνοιξη.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Άρδευση: Απαιτούνται 3-4 ποτίσματα το καλοκαίρι.
Συλλογή – Απόδοση:
Συλλέγεται σε πλήρη ανθοφορία. Πλήρη παραγωγή έχουμε από τον πρώτο χρόνο. Συλλέγεται μηχανικά και ξεραίνεται σε ξηραντήρια. Η ξηρή δρόγη είναι περίπου 30% σε σχέση με τη χλωρή και κυμαίνεται συνήθως στα 400 κιλά.
Δεν πρέπει να παραμένει η καλλιέργεια πάνω από 4 χρόνια στο ίδιο χωράφι.
Αιθέριο έλαιο:
Το αιθέριο έλαιο προέρχεται από τα άνθη και τα φύλλα παίρνεται με απόσταξη. Ανάλογα με τα κύρια συστατικά διακρίνονται διάφοροι χημειότυποι της Achillea millefolium. Κύρια συστατικά της είναι chamazulene, sabinene, β-pinene, 1,8-cineole, linallol, α (cis)- thujone, ocimene, campore, ascaridole, caryophyllene oxide, β-ecudesmol και α-bisabalol. Η Achillea millefolium περιέχει φαινολικά συστατικά όπως phenol carbonic acids και φλαβονοειδή (luteolon και apigenin).
Ιδιότητες-χρήσεις:
Τα φαινολικά συστατικά όπως phenol carbonic acids και φλαβονοειδή που υπάρχουν στα είδη της Achillea θεωρούνται από τις πιο σημαντικές ομάδες στη φαρμακολογία. Έχει αναφερθεί ότι πιθανά η αντιφλογιστική δράση και η σπασμολυτική δράση της Achillea millefolium οφείλεται στα φλαβονοειδή. Τα φλαβονοειδή luteolon και apigenin χρησιμοποιούνται σαν φυσική βαφή. Χρησιμοποιείται σαν αφέψημα.

Αχιλλέα – Yarrow, Achillea millefolium L.

Αχιλλέα – Yarrow, Achillea millefolium L.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Σκρουμπής Β., 1990. Αρωματικά, φαρμακευτικά και μελισσοτροφικά φυτά της Ελλάδας. Έκδοση Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου. pp.46
Montsko G., B. Boros, A. Takatsy, R. Ohmacht, S. Glasl, L. Krenn, L. Mark and Gottfried Reznicek, 2007. Separation of Sesquiterpenes from Yarrow (Achillea millefolium L. s. l.) by LC-MS on Non-Porous. Chromatographia, Vol:67, pp. 467-470.
Radusiene J. and O. Gudaityte, 2006. Distribution of proazulenes and productivity in Achillea millefolium L. spontaneous populations. Rev. Bras. Pl. Med., Botucatu, Vol 8, pp155-158.
Benetis R., J. Radušienė1 and V. Janulis, 2008. Variability of phenolic compounds in flowers of Achillea millefolium wild populations in Lithuania. Medicina (Kaunas) 44(10) pp. 775-780.
Haziri I. A., N. Aliaga, M. Ismaili, S. Govori-Odai, O. Leci, F. Faiku and V. Arapi 2010. Secondary Metabolites in Essential Oil of Achillea millefolium (L.) Growing Wild in East Part of Kosova. American Journal of Biochemistry and Biotechnology 6 (1), pp. 32-34
Mackute D. and A. Judzentiene, 2002. Chemotypes of the essential oils of Achillea millefolium L. ssp. millefolium growing wild in Eastern Lithuania. ISSN 0235-7216, Chemija (Vilnius). T.13 Nr 3.

Θυμάρι Thymus vulgare L.

α/α Συστατικά KI %
1 Thujene 930 1.0
2 alpha-Pinene 939 1.6
3 Camphene 954 2.4
4 beta-Pinene 979 0.7
5 Myrcene 991 0.9
6 alpha-Terpinene 1017 1.6
7 para-Cymene 1025 5.5
8 Limonene 1029 0.3
9 1,8-Cineole 1031 0.7
10 gamma-Terpinene 1060 3.7
11 trans-Sabinene hydrate 1098 0.7
12 Borneol 1169 7.1
13 Terpinen-4-ol 1177 0.6
14 Thymol 1290 66.0
15 Carvacrol 1299 4.0
16 beta-Caryophyllene 1419 1.4
17 beta-Bisabolene 1506 1.7

Όγκος (ml) αιθερίου ελαίου Βάρος (g) αιθερίου ελαίου Χρώμα Απόδοση % w/w
Thymus 0.9 0.5917 κίτρινο 1.53

Χαμομήλι Matricaria recutita L.

α/α Συστατικά ΚΙ %
1 Sabinene 975 tr
2 Yomogi alcohol 999 0.3
3 p-Cymene 1025 tr
4 1,8-Cineole 1031 tr
5 (E)-β-Ocimene 1050 tr
6 Artemisia ketone 1062 1.3
7 artemisia alcohol 1084 0.3
8 methyl benzoate 1091 tr
9 linalool 1097 tr
10 nonanal 1101 tr
11 camphor 1146 tr
12 terpinen-4-ol 1177 tr
13 α-terpineol 1189 tr
14 linalyl acetate 1257 tr
15 β-caryophyllene 1419 tr
16 trans-β-farnesene 1457 3.9
17 dehydro-sesqui-cineole 1471 0.7
18 D-germacrene 1485 0.4
19 β-selinene 1490 0.5
20 bicyclogermacrene 1500 0.3
21 (E)-nerolidol 1563 0.6
22 spathulenol 1578 2.3
23 bisabolol oxide B 1658 21.2
24 bisabolone oxide 1685 12.9
25 α-bisabolol 1686 10.8
26 chamazulene 1732 8.4
27 bisabolol oxide A 1749 12.8
28 (Z)-spiroether 1879 19.4
29 (E)-spiroether 1890 1.1

Όγκος (mL)αιθερίου ελαίου Βάρος (g) αιθερίου ελαίου Χρώμα Απόδοση % w/w
Χαμομήλι 0.3 0.1217 κυανό 0.216











Φασκόμηλο Salvia officinalis

α/α Συστατικά

1 cis-Salvene 856 tr
2 α-Thujene 930 tr
3 α-Pinene 939 5,9
4 Camphene 954 4,4
5 β-Pinene 979 1,6
6 Myrcene 991 0,9
7 α-Terpinene 1017 tr
8 o-Cymene 1026 tr
9 Limonene 1029 2
10 1,8-Cineole 1031 7,9
11 γ-Terpinene 1060 0,5
12 cis-Sabinene hydrate 1070 tr
13 Terpinolene 1089 0,5
14 α-Thujone 1102 23,1
15 β-Thujone 1114 7,6
16 Camphor 1146 20,5
17 3-Thujanol 1169 0,5
18 Borneol 1169 2,5
19 Terpinen-4-ol 1177 tr
20 Bornyl acetate 1289 2,2
21 trans-Sabinyl acetate 1291 tr
22 β-Caryophyllene 1419 3,8
23 α-Humulene 1455 5,6
24 Spathulenol 1578 tr
25 Caryophyllene oxide 1583 tr
26 Viridiflorol 1593 5,8
27 (Z)-Bisabol-11-ol 1619 tr
28 Humulene epoxide II 1608 0,6
29 Manool 2057 3,9


Βάρος ξηρού φυτικού υλικού (g) Όγκος (mL) αιθερίου ελαίου Βάρος (g) αιθερίου ελαίου Χρώμα Απόδοση % w/w
Salvia 41.05 1.0 0.4800 κίτρινο 1.17

Digitalis L. Δακτυλίτιδα

Οικογένεια: Scrophulariaceae
Είδος: Digitalis purpurea L, Digitalis lanata L
Περιγραφή:
Διετής ή πολυετής πόα, λεία χνουδωτή, βλαστός ισχυρός. Φύλλα κατ’ εναλλαγή ή δέσμες, μεγάλα οδοντωτά ή πριονωτά. Άνθη μεγάλα, πορφυρά, λευκά ή κίτρινα με επιμήκης πολυάνθης βότρυς. Κάλυκας με 5 άνισους λοβούς. Στεφάνη σωληνοειδής, κωδωνοειδής που στενεύει στη βάση με 2 χείλη συνήθως δυσδιάκριτα στον άνω λωβό, και 3 άνισους λωβούς κάτω. D. purpurea είναι ένα διετές, σπάνια πολυετής πόα. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή 10-40 cm σε μήκος και 4-15 cm πλάτος οβάλ. Τα άνθη είναι ροζ-πορφυρά με πιο σκούρα πορφυρά σημεία. D. lanata είναι ένα διετές ή πολυετής πόα. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή 5-15 cm σε μήκος και πάνω από 4,5 cm πλάτος. Τα περίγραμμα των φύλλων γίνεται οδοντωτό προς την κορυφή. Τα άνθη είναι λευκοκιτρινωπά.
Κλίμα –έδαφος:
Αναπτύσσεται σε περιοχές με ηπειρωτικό κλίμα. Προτιμά περιοχές με σκίαση. Σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα μειώνεται η ανάπτυξη της και καθυστερεί η σύνθεση των γλυκοζιτών.
Η δακτυλίτιδα απαιτεί εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται ικανοποιητικά τόσο σε όξινα όσο και σε αλκαλικά εδάφη. Καλή απόδοση σε γλυκοζίτες παρουσιάζει η D. purpurea σε όξινα εδάφη, ενώ η D. lanata σε αλκαλικά.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Σπορά απευθείας στο χωράφι ή σε σπορεία. Η σπορά μπορεί γίνεται συνήθως άνοιξη ή φθινόπωρο. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους του σπόρου αλλά και της μη ομοιόμορφης βλάστησής του, τα φυτά είναι καλύτερα να σπέρνονται σε σπορεία και μετά να μεταφυτεύονται. Αποστάσεις μεταξύ των γραμμών 50 cm και 35 cm μεταξύ των φυτών.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση Ν-Ρ-Κ λίπανσης έχει καταγραφή ότι μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης από 32-40%. Η χρήση αζωτούχου λίπανσης οδηγεί σε αύξηση του αριθμού των φύλλων αλλά μειώνεται το βάρος τους. Εφαρμογή θειούχου αμμωνίας οδηγεί σε επιτάχυνση της βλαστικής ανάπτυξης των φυτών.
Άρδευση: Καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια.
Εχθροί-ασθένειες:
Η κυριότερη ασθένεια στη δακτυλίτιδα είναι η altenaria. Προσβάλλει τα φύλλα αρχικά δημιουργώντας καφέ στίγματα στην επιφάνεια, έπειτα καλύπτει όλη την επιφάνεια και προκαλεί καρούλιασμα του φύλλου. Οι κυριότερες προσβολές είναι από περονόσπορο, ανθράκωση, σκωρίαση.
Συλλογή – Απόδοση:
Τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασης της φυτείας παραμένουν τα φυτά χωρίς ανθοφόρο άξονα σε μορφή ροζέτας. Η δακτυλίτιδα καλλιεργείται για τα φύλλα της και για αυτό η συγκομιδή γίνεται τον πρώτο χρόνο. Συλλέγεται όλο το φυτό σε ύψος 10-15 cm. Η απόδοση σε φρέσκια δρόγη είναι 3.000 κιλά το στρέμμα. Ακολουθεί ξήρανση σε σκιά όπου στο τελικό προϊόν η υγρασία πρέπει να κυμαίνεται στο 8-10%. Η ξηρή δρόγη είναι 500 κιλά το στρέμμα.
Αιθέριο έλαιο:
Το κυριότερο χημικό συστατικό των φύλλων της δακτυλίτιδας είναι καρδιακοί γλυκοζίτες ή γλυκοσίτες. Υψηλή συγκέντρωση σε καρδιακούς γλυκοζίτες (1-1,4%) καταγράφεται στην D. lanata και ονομάζονται lanatosides. Οι lanatosides της δακτυλίτιδας χωρίζονται σε 5 ομάδες, A, B, C, D, και E. Επίσης υπάρχουν πολλοί σημαντικοί δευτερογενείς γλυκοζίτες με κυριότερη την ditoxin. H D. purpurea έχει μικρότερη συγκέντρωση σε γλυκοζίτες (0,2-0,45%). Η digitoxin εξακολουθεί να εξάγεται από την D. purpurea φαρμακευτικούς σκοπούς.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Κύριο συστατικό των φύλλων της δακτυλίτιδας είναι καρδιογλυζίτες. Οι καρδιακοί γλυκοζίτες χρησιμοποιούνται για την θεραπευτική αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας και δρουν στο καρδιοαγγειακό σύστημα. Η δακτυλίτιδα παρουσιάζει αθροιστική δράση γιαυτό και τα όρια μεταξύ θεραπευτικής και τοξικής δόσης είναι μικρά.

Δακτυλίτιδα – Digitalis L

Δακτυλίτιδα – Digitalis L

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Pranda H. Medicinal plants cultivation and their uses. Asia Pacific Business Press Inc. National Institute of Industrial Research
http://www.ansci.cornell.edu/plants/digitalis.html
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC481894/pdf/brheartj00117-0036.pdf
http://www.gardening.cornell.edu/homegardening/scene0430.html#profile
http://www.hort.purdue.edu/newcrop/med-aro/factsheets/foxglove.html
http://www.pharm.auth.gr/gr/anakoinoseis_mathimatwn/ToxicolPowerPoint/ClinicalToxicol2.ppt#429,18,Βενζοδιαζεπίνες

Coriandrum sativum L.

Coriandrum sativum L.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Carrubba A., R. la Torre and I. Calabrese., 2001. Cultivation trials of coriander (Coriandrum sativum L.) in a semi-arid Mediterranean environment. International Conference on Medicinal and Aromatic Plants. Possibilities and Limitations of Medicinal and Aromatic Plant Production in the 21st Century.
Diederichsen A., 1996. Coriander (Coriandrum sativum L.). Promoting the conservation and use of underutilized and neglected crops. 3. Institute of Plant Genetics and Crop Plant Research, Gatersleben/ International Plant Genetic Resources Institute, Rome.
Bhuiyan1 I. N. Md., J. Begum1 and M. Sultana, 2009. Chemical composition of leaf and seed essential oil of Coriandrum sativum L. from Bangladesh. Bangladesh J Pharmacol 2009; 4: 150-153

Pimpinella anisum L.

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Akhtar A., A. A. Deshmukh, A. V. Bhonsle, P. M. Kshirsagar and M. A.Kolekar, 2008. In vitro Antibacterial activity of Pimpinella anisum fruit extracts against some pathogenic bacteria. Veterinary World, Vol.1(9) pp: 272-274 H.
Arslan N., B. Gurbuz, E. O. Sarihan, 2003. Variation in Essential Oil Content and Composition in Turkish Anise (Pimpinella anisum L.) Populations. Turk J Agric For 28 pp. 173-177
Ozcan M. M. and J. C. Chachat, 2006. Chemical composition and antifungal effect of anise (Pimpinella anisum L.) fruit oil at ripening stage. Annals of Microbiology. pp.353-358.
Peter K.V., 2001. Handbook of herbs and spices. Woodhead Publishing in Food Science and Technology. Vol 1. pp. 39-47
Shukla H. S., P. Dubey and R.V. Chaturvedi, 1988. Antiviral properties of essential oils of Foeniculum vulgare and Pimpinella anisum L.Agronomie Vol 9. pp. 277-279.
Simon, J. E., A. F. Chadwick and L. E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.

Pimpinella anisum L. Γλυκάνισος

Οικογένεια: Apiaceae
Είδος: Pimpinella anisum L
Περιγραφή:
Το γένος Pimpinella περιέχει 23 είδη. Ο γλυκάνισος Pimpinella anisum L είναι ετήσιο φυτό και έχει ύψος που κυμαίνεται από 30-70 cm. Το φυτό καλύπτεται με τρίχες. Η ρίζα είναι λεπτή πασσαλώδης. Τα κατώτερα φύλλα είναι απλά, μονόφυλλα, τα μεσαία τρισχιδή με τμήματα σφηνοειδή, πτερόλοβα, γραμμοειδή. Άνθη σε σκιάδια με 6-12 ακτίνες. Τα άνθη του λευκά σε ταξιανθία σύνθετης ομπρέλας με διάμετρο 3 mm. Ο γλυκάνισος είναι σταυρογονιμοποιούμενος. Ο καρπός είναι σχιζοκάρπιο 4 mm μήκους.
Κλίμα –έδαφος:
Ο γλυκάνισος απαιτεί ζεστό κλίμα και χωρίς παγετό την περίοδο ανάπτυξης του. Καλύτερο pH ανάπτυξης 6,3-7,3. Προτιμά εδάφη καλά στραγγιζόμενα, ελαφρά, γόνιμα και ασβεστούχα. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλα τα πεδινά και ημιορεινά μέρη της Ελλάδας.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Σπορά απευθείας στο χωράφι. Χρειάζονται 14 μέρες για να βλαστήσει ο σπόρος. Ο σπόρος πρέπει να είναι της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου γιατί η βλαστική ικανότητα του είναι της τάξης του 70%. Σπόροι 3 ετών δεν βλασταίνουν. Καλύτερη θερμοκρασία εδάφους για την βλάστηση είναι από 18-21 0C. Σπέρνεται με πνευματική μηχανή 570 gr/στρ, αν σπαρεί με το χέρι απαιτείται διπλάσια ποσότητα. Οι σπόροι πρέπει να τοποθετούνται σε βάθος μέχρι 1 cm. Η σπορά μπορεί να γίνει άνοιξη ή φθινόπωρο ανάλογα με την περιοχή. Καλύτερη εποχή για την Ελλάδα είναι μέσα Μαρτίου έως τέλος Απριλίου.
Αποστάσεις μεταξύ των γραμμών 50 cm και 75 cm στα ποτιστικά.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης φαίνεται ότι βελτιώνει την ποιότητα και την ποσότητα των καρπών όταν χρησιμοποιείται η ενδεδειγμένη ποσότητα. Αντίθετα αν χρησιμοποιηθεί μεγαλύτερη ποσότητα μειώνεται η απόδοση.
Άρδευση: Μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ξηρικά και σε αρδευόμενα χωράφια. Αν δεν βρέξει χρειάζονται 3 ποτίσματα, 1 μετά τη σπορά, 1 πριν την άνθηση και 1 μια βδομάδα μετά το πέρας της άνθησης.
Εχθροί-ασθένειες: 
Οι κυριότερες ασθένειες είναι ο περονόσπορος του αμπελιού (Peronospora viticola) και η σκλεροτινίαση (Sclerotinia sclerotirum). Ο γλυκάνισος προτείνεται να καλλιεργείται μαζί με άλλα είδη γιατί απομακρύνει τις αφίδες και το σκουλήκι του λάχανου.
Συλλογή – Απόδοση:
Η συγκομιδή γίνεται με θέρισμα των φυτών όταν οι περισσότεροι καρποί μιας ταξιανθίας βρίσκονται στο στάδιο της ωριμότητας (1 μήνα μετά τη γονιμοποίηση) περίπου το πρώτο 15νθήμερο του Ιουλίου. Τα φυτά αφήνονται θερισμένα για να ξεραθούν 2-3 μέρες και μετά αλωνίζονται με θεριζοαλωνιστική μηχανή. Η απόδοση σε καρπό στις ξηρικές καλλιέργειες είναι 50-100 κιλά το στρέμμα ενώ στις ποτιστικές διπλασιάζεται.
Αιθέριο έλαιο:
Το αιθέριο έλαιο παίρνεται από τον καρπό μετά από μηχανική σύνθλιψη και απόσταξη στον ατμό. Η απόδοση σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 1-4%, κουμαρίνες (umbelliprenine, umbelliferone, scolotin), λίπη (fatty acid, petroselenic acid, oleic acid, linoleic acid). Τα κύρια συστατικά του αιθερίου ελαίου είναι: trans-anethol, methychavicol και β-caryophyllene.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Ο γλυκάνισος καλλιεργείται κυρίως για το σπόρο του. Ο σπόρος του χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό ποτών όπως ούζου και τσίπουρου. Χρησιμοποιείται σαν αρωματικός παράγοντας (ψωμιά, σούπες, κέικ, καραμέλες, επιδόρπια και σε μη οινοπνευματώδη ποτά όπως ηδύποτα), στην κοσμετολογία και στη φαρμακευτική. Το αιθέριο έλαιο του χρησιμοποιείται σαν αντισηπτικό, στις οδοντόκρεμες, για στοματικές πλύσεις, σαπούνια, λοσιόν κ.ά. Το έλαιο του παρουσιάζει ιδιότητες αντιβακτηριακές (για Staphylococcus aureus, Streptococcus pyogenes, Escherichia coli και Corynebacterium ovis), αντιμικροβιακές, αντιοξειδωτικές και ηρεμιστικές.

Μελισσόχορτο - Melissa officinalis L

Melissa officinalis L
Καββαδάς Σ. Δ., 1956. Εικονογραφημένον Βοτανικόν- Φυτολογικόν Λεξικόν, Αθήνα.
Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Simon, J.E., A.F. Chadwick and L.E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.
http://www.kozani.gr/gea/aromatika.html
Lowman, M.S. and M. Birdseye. 1946. Savory Herbs: Culture and Use. Farmer's Bulletin No. 1977. USDA, Washington, DC.
Sievers, A.F. 1930. The Herb Hunters Guide. Misc. Publ. No. 77. USDA, Washington DC.
Magness, J.R., G.M. Markle, C.C. Compton. 1971. Food and feed crops of the United States.
http://www.umm.edu/altmed/articles/lemon-balm-000261.htm

Melissa officinalis L. (Lemon balm) Μελισσόχορτο

Οικογένεια: Lamiaceae
Είδος: Melissa officinalis L.
Περιγραφή:
Το μελισσόχορτο είναι πολυετής πόα αυτοφυές στις νότιες περιοχές της Ευρώπης. Το ύψος του κυμαίνεται από 0,5 έως και 1 m. Ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος καλυμμένος με τρίχες και τα φύλλα του είναι ωοειδή, έμμισχα, αντίθετα και πριονωτά καλυμμένα με τρίχες. Άνθη λευκά ή ροδίζοντα, κάλυκας τριχωτός κωδωνοειδής, στεφάνη δίχειλη (το κάτω έχει 3 λοβούς άνισους το πάνω δισχεδές) και στήμονες 4 διδύναμοι.
Κλίμα –έδαφος:
Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές, σε πλούσια εδάφη, ποτιστικά, καλώς στραγγιζόμενα. Δεν αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Το χειμώνα, το υπέργειο τμήμα με τις πρώτες πάχνες καταστρέφεται και διαχειμάζει μόνο το πλούσιο και σχετικά αβαθές ριζικό του σύστημα. Απαιτεί pH εδάφους μεταξύ 4,5 και 7,8.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Ο σπόρος είναι σχετικά μικρός χρειάζονται 6 m2 σπορείου και περίπου 12 gr σπόρου ανάλογα με τη βλαστική του ικανότητα. Σπέρνεται σε σπορεία με την ίδια διαδικασία που ακολουθούμε για τη ρίγανη. Δημιουργία σπορείου είναι οι αρχές Μαρτίου. Μεταφύτευση στο χωράφι γίνεται με καπνοφυτευτική.
Β) Μοσχεύματα: Παίρνονται μοσχεύματα (βλαστοί πρώτου ή και δεύτερου έτους μήκους 12-15 cm) τα οποία παίρνονται από το μητρικό φυτά αρχές Μαϊου. Βρέχονται αρχικά και κατόπιν βυθίζονται σε ορμόνη ριζοβολίας (το κάτω τμήμα των κομμένων βλαστών h = 2 cm) ακολουθεί τοποθέτηση τους κατά τα δύο τρίτα σε υπόστρωμα ριζοβολίας. Συνήθως η ριζοβολία διαρκεί 4 βδομάδες.
Γ) Παραφυάδες: Τμήματα βλαστού που όταν αφαιρούνται από τα μητρικά φυτά έχουν ήδη ρίζες. Από 1 φυτό ηλικίας 2 ετών αποκτούμε 40-50 παραφυάδες που μεταφυτεύονται στο χωράφι, όπως τα σπορόφυτα.
Αποστάσεις φύτευσης 75-80 cm μεταξύ των γραμμών και 35-40 cm μεταξύ των φυτών. Αριθμός φυτών 4.000 φυτά/στρ.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης και προσθήκη ποσότητας φωσφόρου και καλίου. Η σχέση των στοιχείων των μονάδων λίπανσης του Ν, P και Κ, είναι 2:1,5:1. Προσθήκη το χειμώνα βασικής λίπανσης Ν-Ρ-Κ και δύο επιφανειακές δόσεις (συνήθως νιτρική αμμωνία). Όταν το Ν είναι σε μεγαλύτερη αναλογία σε σχέση με τα άλλα θρεπτικά στοιχεία, παρουσιάζονται τροφοπενίες φωσφόρου και ιχνοστοιχείων Fe, Cu και Zn.
Άρδευση: Είναι αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί 1 πότισμα ανά 10-15 μέρες.
Εχθροί-ασθένειες: Προσβάλλεται από ωίδιο και αφίδες.
Συλλογή – Απόδοση:
Την πρώτη χρονιά το μελισσόχορτο συλλέγεται μια φορά την περίοδο ανθοφορίας, ενώ από τη δεύτερη χρονιά έχουμε δυο συλλογές. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθησης (συνήθως αρχές Ιουλίου), η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Η απόδοση μπορεί να φτάσει τα 1.200 κιλά/στρέμμα σε χλωρό βάρος από το δεύτερο έτος. Συλλέγεται μηχανικά με χορτοκοπτικό και ξεραίνεται σε θερμοκρασία κάτω απόν 40 0C.
Αιθέριο έλαιο:
Το αιθέριο έλαιο, λαμβάνεται με απόσταξη του φυτικού υλικού αμέσως μετά από τη συγκομιδή, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία γιατί μπορεί να αποδώσει τη μυρωδιά του λεμονιού με λιγότερο κόστος σε σχέση με εκχυλίσματα άλλων αρωματικών φυτών. Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο των φρέσκων φύλλων υπολογίζει κατά μέσο όρο 0,1 % και γενικότερα κυμαίνεται από 0,01 και 0,13%. Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 0,15-0,3% σε ξηρό βάρος. Τα πιο υψηλά επίπεδα αιθερίου ελαίου έχουν εξαχθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Το αιθέριο έλαιο περιέχει σαν κύρια συστατικά του Lemon balm geraniol, cintronellal, linalool, ενώ το trans-carveol είναι το κύριο συστατικό του αιθερίου ελαίου του λεμονιού. Το αιθέριο έλαιο αλλοιώνεται συχνά με τα μίγματα lemongrass, citronella, ή ελαίου από λεμόνια.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, βιομηχανία τροφίμων και καλλυντικών. Το έλαιο έχει αποδειχθεί ότι παρουσιάζει αντιοξειδωτική, αντγιφλεγμονώδη, αντιμικροβιακή, αντιική και ηρεμιστική δράση. Χρησιμοποιείται επίσης σε κρέμες για τη θεραπεία του απλού έρπητα. Τα φύλλα του μεισσόχορτου χρησιμοποιούνται φρέσκα ή/και ξηρά ως καρύκευμα στις σάλτσες τις σάλτσες, τις σούπες, κρεατικά, λαχανικά και τα επιδόρπια. Σαν αρωματικός παράγοντας χρησιμοποιείται σε μερικά οινοπνευματώδη ποτά και ηδύποτα και σε τσάγια. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι το μελισσόχορτο παρουσιάζει ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα των ποντικιών που δοκιμάστηκε εργαστηριακά.  Είναι το κατεξοχήν μελισσοτροφικό φυτό.

Εστραγκον Τάρακον - Artemisia dracunculus L.

Έστραγκον (Τάρακον)
Η καλλιέργεια φρέσκων αρωματικών φυτών, 2000. Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Τμήμα Γεωργίας. Λευκωσία, Κύπρος.. pp. 7.
R.S. Chauhan, S. Kitchlu, G. Ram, M.K. Kaul and A. Tava, 2010. Chemical composition of capillene chemotype of Artemisia dracunculus L. from North-West Himalaya, India. Industrail Crops and Products. Vol 31, Issue 3. pp:546-549
Simon, J.E., A.F. Chadwick and L.E. Craker. 1984. Herbs: An Indexed Bibliography. 1971-1980. The Scientific Literature on Selected Herbs, and Aromatic and Medicinal Plants of the Temperate Zone. Archon Books, 770 pp., Hamden, CT.
Arab Mohammad Hosseini, A., 2005. Quality, energy requirement and costs of drying tarragon (Artemisia dracunculus L.). PhD Thesis, Wageningen University, Wageningen.
Lowman, M.S. and M. Birdseye. 1946. Savory Herbs: Culture and Use. Farmer's Bulletin No. 1977. USDA, Washington, DC.

Artemisia dracunculus L. (Tarragon) Εστραγκόν Τάραγκον

Οικογένεια: Asteraceae (Compositae)
Είδος: Artemisia dracunculus L.
Περιγραφή:
Η Artemisia dracunculs είναι πολυετές φυτό, αυτοφυές στην Ευρώπη. Υπάρχουν 2 τουλάχιστον ποικιλίες που είναι γνωστές στην Ευρώπη “French Tarragon” (που λέγεται αλλιώς “German Tarragon” ή “Αληθινό τάρακκο”) and “Russian tarragon”, που είναι αυτοφυές στην Ρωσία και Δυτική Ασία. Έχει εκτεταμένο ριζικό σύστημα και μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι και 1,2 m. Το χειμώνα επιζεί μόνον το ριζικό του σύστημα, που εκτός από την κεντρική ρίζα έχει και πολλές οριζόντιες διακλαδώσεις που παίρνουν τη μορφή ριζωμάτων. Τα φύλλα είναι άμισχα, γκρι έως πράσινα, λογχοειδή, γυαλιστερά, μήκους μέχρι 10 εκ. που εκφύονται κατ' εναλλαγή υπό γωνία. Τα άνθη είναι μικρά, κίτρινα σε ταξιανθία τα οποία ανθίζουν από Ιούνιο έως Αύγουστο.
Κλίμα –έδαφος:
Το έστραγκον μεγαλώνει καλύτερα σε περιοχές ηλιόλουστες και σε ποικίλες θερμοκρασίες. Μεγαλύτερη απόδοση σε λάδι παρουσιάζει όταν μεγαλώνει σε περιοχές με μεγάλη διάρκεια ημέρας και σταθερή θερμοκρασία. Αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε εδάφη ξηρικά, γόνιμα, ελαφρά με καλή στράγγιση. Το pH ανάπτυξης του είναι από 4,9-7,8
Πολλαπλασιασμός:
Α) Ριζώματα: Τα ριζώματα είναι βλαστοί υπόγειοι, αναπτύσσονται οριζόντια και ξεχωρίζουν από τη ρίζα γιατί έχουν γόνατα, οφθαλμούς και φύλλα (σαν λέπια). Από τα γόνατα των ριζωμάτων εκφύονται ρίζες. Καλύτερα τα ριζώματα να φυτευτούν την ίδια μέρα. Τα ριζώματα φυτεύονται σε βάθος 6-7 cm.
Β) Μοσχεύματα:. Τα μοσχεύματα είναι βλαστοί πρώτου ή και δεύτερου έτους μήκους 15 cm τα οποία παίρνονται από το μητρικό φυτά τέλος άνοιξης ή αρχές καλοκαιριού.
Αποστάσεις φύτευσης 1-1,2 m μεταξύ των γραμμών και 60-70 cm μεταξύ των φυτών.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με εδαφοκάλυψη με πλαστικό ή φυτικά υπολλείματα (π.χ. άχυρο).
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Λίπανση: Χρήση αζωτούχου λίπανσης αυξάνει την αυξάνει την παραγωγή φύλλων.
Άρδευση: Είναι ξηρική καλλιέργεια.
Συλλογή – Απόδοση:
Μετά τη συλλογή τα φυτά μεταφέρονται άμεσα στην σκιά γιατί αλλιώς τα φύλλα μαυρίζουν και υποβαθμίζεται η ποιότητά τους. Η συλλογή γίνεται 3 φορές το χρόνο σε ύψος 30-40 cm από την κορυφή και γίνεται πριν την έναρξη της ανθοφορίας. Σε αυτό το στάδιο τα φύλλα περιέχουν τη μεγαλύτερη ποσότητα σε αιθέριο έλαιο. Οι αποδόσεις σε ξηρό βάρος κυμαίνεται 500-600 κιλά/στρ.
Αιθέριο έλαιο:
Η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται από 0.25 to 2.4%. Τα κύρια συστατικά του αιθέριο ελαίου του French Tarragon είναι methyl chavicol (estragole), limonene, sabinene, β-ocimene ενώ του Russian Tarragon είναι sabinene, methyl eugenol, β-ocimene, γ-terpinene και elemicine.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Το τάρακο μπορεί να λειτουργεί σαν αντιοξιεδωτικό σε κάποια τρόφιμα και σαν συστατικά για κάποια αρώματα, σαπούνια και γενικότερα στην κοσμετολογία. Χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα στη μαγειρική. Παρουσιάζει αντιμικροβιακές ιδιότητες για παράδειγμα εμποδίζει την ανάπτυξη ενός αριθμού gram+ και gram- βακτηρίων.

Capparis spinosa L

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.

Yang Yu, Huiyuan Gao, Zhishu Tang, Xiaomei Song and Lijun Wu. Several Phenolic Acids From The Fruit of Capparis spinosa. AJTM 2006 1 (2): 101-104.
http://www.pakbs.org/pjbot/PDFs/41(2)/PJB41(2)591.pdf
http://www.agronews.gr/content/view/49562/249/lang,el/
http://www.moa.gov.cy/moa/da/da.nsf/All/00EB5A1B35251DBFC225711000512FB7/$file/3_2005%20AROMATIKA_FYTA_ETHERIA.pdf?OpenElement
http://www.hort.purdue.edu/newcrop/cropfactsheets/caper.html
http://edis.ifas.ufl.edu/mv040

Capparis spinosa L. Κάππαρη

Οικογένεια: Capparidaceae
Είδος: Capparis spinosa L
Περιγραφή:
Είναι αγκαθωτός πολυετής θάμνος ύψους 1-1,50 m με πολλούς βλαστούς λείους χρώματος στη βάση των καφεκόκκινου, που μερικοί είναι πλάγιοι και άλλοι όρθιοι, με φύλλα εναλλασσόμενα παχιά, γυαλιστερά ωοειδή έως και οβάλ. Εκατέρωθεν του κολεού των φύλλων φέρουν 2 μικρά κίτρινα αγκάθια. Η ανθοφορία της ξεκινάει το Μάιο και φτάνει μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου ενώ τα άνθη της έχουν 4 μεγάλα σέπαλα με 4 λευκά-ροζ πέταλα και πολυάριθμους βιολετί στήμονες. Οι καρποί είναι ράγα, σχήματος αχλαδιού, χρώματος γκρι έως και καφέ και όταν ο καρπός ωριμάσει σχίζεται και φαίνονται πολλά σπέρματα.
Κλίμα –έδαφος:
Η κάππαρη δεν αναπτύσσεται σε εδάφη πολύ αργιλώδη ή/και αμμώδη. Προτιμά εδάφη μέσης σύστασης, καλά αποστραγγιζόμενα ασβεστώδη, χαλικώδη. Μπορεί να αναπτυχθεί και σε φτωχά εδάφη. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα. Τη συναντούμε από παραθαλάσσιες έως και σε υψόμετρο 900 m.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρος:
Ο σπόρος της γενικά έχει μικρή βλαστική ικανότητα.
1ος τρόπος: Ο σπόρος, καθαρίζεται, τοποθετείται σε Θειικό Οξύ (98%) για 15 λεπτά, μετά πλένεται σε άφθονο νερό και μετά μπαίνει σε διάλυμα γιββερελίνης για μια ώρα.
2ος τρόπος: Για να φυτρώσουν οι σπόροι μουσκεύονται για ένα 24ωρο σε νερό θερμοκρασίας 40 οC και μετά τοποθετούνται στο ψυγείο για 2 μήνες τυλιγμένοι με βρεγμένο ύφασμα. Πριν σπαρθούν επανατοποθετούνται σε νερό για 12 ώρες.
Β) Μοσχεύματα: Θεωρείται ο καλύτερος τρόπος πολλαπλασιασμού. Σαν μοσχεύματα επιλέγουμε χονδρά κλαδιά, πάχους 1,5 εκ. και άνω, που κόβονται τέλος φθινοπώρου έως το τέλος του χειμώνα και αμέσως μετά τοποθετούνται για ριζοβολία. Ριζοβολεί περίπου το 40% των μοσχευμάτων. Με τη χρήση ορμονών ριζοβολίας το ποσοστό μπορεί να φθάσει το 70%.
Παίρνονται μοσχεύματα κατά Ιούλιο.
Η εποχή φύτευσης της κάππαρης είναι η περίοδος Φεβρουαρίου-Μαΐου. Οι αποστάσεις φύτευσης είναι 2 m μεταξύ των γραμμών και 1-1,5 m τα φυτά πάνω στη γραμμή.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα.
Προετοιμασία χωραφιού: Όργωμα, και μετά σβάρνισμα.
Άρδευση: Είναι ξηρική καλλιέργεια και οι ανάγκες σε άρδευση είναι περιορισμένες.
Εχθροί-ασθένειες: Προσβάλλεται συνήθως από το έντομο Pieris brassicae.
Συλλογή – Απόδοση:
Η κάππαρη καλλιεργείται για τα μπουμπούκια των ανθέων της, τα οποία συλλέγονται όταν έχουν μέγεθος από 7-15 mm. Οι βλαστοί της κάππαρης δε συλλέγονται τον πρώτο. Η κάππαρη φθάνει στην πλήρη παραγωγή της τον τρίτο χρόνο. Το μάζεμα των βλαστών ξεκινάει από αρχές Απριλίου έως και τέλος Μαΐου, ενώ του καρπού αρχίζει από το Μάιο και διαρκεί μέχρι τον Αύγουστο. Γίνονται 9-12 συλλογές / 8-12 μέρες.
Καλό είναι οι κάπαρες να συλλέγονται καθημερινά, δεδομένου ότι οι νεώτεροι οφθαλμοί ανθέων (μέγεθος περίπου όσο των μπιζελιών) έχουν καλύτερη ποιότητα. Οι κάπαρες αξιολογούνται ανάλογα με το πόσο μικρό είναι το μέγεθός τους.
Αιθέριο έλαιο:
Κύριο συστατικό του αιθερίου ελαίου που παίρνεται από τα φύλλα και τα ανθοφόρους οφθαλμούς είναι το methyl isothiocyanate.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Οι τρυφεροί βλαστοί της κάππαρης, οι ανώριμοι οφθαλμοί και οι καρποί της διατηρούνται σε άλμη και ξίδι και χρησιμοποιούνται ως καρυκεύματα.
Ορεκτικό, τονωτικό, αντιαναιμικό, αφροδισιακό, διουρητικό και αντιαρτηριοσκληρωτικό. Χρησιμοποιείται για την αρθρίτιδα γιατί παρουσιάζει αναλγητική, αντιφλογιστική δράση.

Ocimum basilicum Βασιλικός

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
A. Adiguzel, M. Gulluce, M. Sengul, H. Ocútcu, F. Shüin and I. Karaman, 2005. Antimicrobial Effects of Ocimum basilicum (Labiatae) Extract. Turk J Biol. 29, pp. 155-160.
V. D. Zheljazkov, A. Callahan and C. L. Cantrell, 2008. Yield and Oil Composition of 38 Basil (Ocimum basilicum L.).Accessions Grown in Mississippi. J. Agric. Food Chem. 56, pp. 241–245.
S. Tansi and S Nacar, S, 2000. First cultivation trials of lemon basil (Ocimum basilicum var. citriodorum) in Turkey. Pakistan-Journal-of-Biological-Sciences (Pakistan). (Mar 2000). v. 3(3) p. 395-397.
http://www.ansci.cornell.edu/plants/medicinal/basil.html#introduction#introduction.

Valeriana officinalis

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Tabatabaei S. J., 2008. Effects of Cultivation Systems on the Growth, and Essential Oil Content and Composition of Valerian. Journal of Herbs, Spices & Medicinal Plants, V. 14, Issue 1 & 2 , pp 54 – 67.
Kobus Z., 2008. Dry matter extraction from valerian roots (Valeriana officinalis L.) with the help of pulsed acoustic field. International Agrophysics, 22 pp.133-137.
http://www.nt.ntnu.no/users/skoge/prost/proceedings/ecce6_sep07/upload/extra-abstracts-volume1/356-t1-p.pdf
http://www.marengowalks.com/fcs.html
http://www.crop.cri.nz/home/products-services/publications/broadsheets/034valerian.pdf

Calendula officianlis

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Yoshikawa M, Murakami T, Kishi A, Kageura T, and H. Matsuda, 2001. Medicinal flowers. III. Marigold. (1): hypoglycemic, gastric emptying inhibitory, and gastroprotective principles and new oleanane-type triterpene oligoglycosides, calendasaponins A, B, C, and D, from Egyptian Calendula officinalis.Kyoto Pharmaceutical University, Japan. Jul;49(7):863-70.

Echinacea ssp.

Κουτσός Θ., 2006. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Εκδόσεις Ζήτη.
Holla M., S. Vaverkova, P. Farkas and J. Tekel, 2005. Content of essential oil obtained from flower heads of in Ehinacea purpurea L. and identification of selected components. Herb polonica. Vol.51 No3/4. pp.26-30.
Miller S.C., 2004. Echinacea in vivo: A prophylactic agent in normal mice and a therapeutic agent in leukemic mice. In: Echinacea: The genus Echinacea (Medicinal and Aromatic Plants--Industrial Profiles (S.C. Miller, Editor). CRC Press, Boca Raton, FL, p. 153-162.
Seemannova Z., I. Mistrikova and S. Vaverkova., 2006. Effects of growing methods and plant age on the yield, and on the content of flavonoids and phenolic acids in Ehinacea purpurea (L.). Moenh. Plant soil environ., 52 (10). pp. 449-453.
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/15197051
http://www.naturalmedicinesofnc.org/Growers%20Guides/Ech.angust-gg.pdf
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/51/Blacksamson_echinacea-USDA.pdf

Coriandrum sativum L. (Coriander) Κορίανδρος

Οικογένεια: Apiaceae (Carrot family)
Είδος: Coriandrum sativum L.
Περιγραφή:
Το γένος Coriandrum περιλαμβάνει καλλιεργούμενα φυτά C. sativum και αυτοφυή είδη του C. tordylium. Ο κορίανδρος είναι μονοετής πόα με έντονη οσμή. Την περίοδο της άνθησης τα φυτά μπορούν να φτάσουν σε ύψος 20-140cm. Ο βλαστός είναι όρθιος με χρώμα πράσινο ενώ την περίοδο της άνθησης γίνεται βιολετί ή και κόκκινο. Ο βλαστός των ώριμων φυτών είναι κούφιος, ενώ η διάμετρος του βλαστού στη βάση της ρίζας είναι πάνω από 2cm. Φύλλα σύνθετα κατ’ εναλλαγή, με τρία φυλλάρια έλλοβα -3 ή και περισσότερους οδοντωτούς λοβούς. Τα φύλλα την περίοδο της άνθησης γίνονται βιολετί ή και κόκκινα. Η ταξιανθία είναι ένα σύνθετο σκιάδιο (umbel). Τα άνθη έχουν 5 πέταλα, χρώματος ροζ ή μερικές φορές λευκό. Ο καρπός είναι σφαιρικός ή οβάλ με διάμετρο πάνω από 6mm.
Κλίμα –έδαφος:
Αναπτύσσεται σε κλίματα εύκρατα άλλα και ηπειρωτικά. Η καλλιέργεια του κορίανδρου δεν επηρεάζεται από τη διάρκεια της μέρας. Προτιμά εδάφη γόνιμα, ενώ την πρώτη περίοδο ανάπτυξης του απαιτεί ικανοποιητική ποσότητα υγρασίας, μετά την ανάπτυξη του βλαστού όμως είναι πολύ ανθεκτική στην ξηρασία και θεωρείται ξηρική καλλιέργεια. Υψηλές θερμοκρασίες και ηλιοφάνεια την περίοδο της ανθοφορίας αυξάνουν την περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο.
Πολλαπλασιασμός:
Α) Σπόρο: Πολλαπλασιάζεται με σπόρο με απευθείας σπορά στο χωράφι. Οι αποστάσεις φύτευσης 50-80 cm μεταξύ των γραμμών και 7-10 cm πάνω στη γραμμή. Επομένως απαιτούνται από 300g (μικρόκαρπες) έως και 2 kg (μεγαλόκαρπες) ανάλογα με το βάρος των καρπών. Σπέρνονται με πνευματική μηχανή από μέσα Φεβρουαρίου- μέσα Μαρτίου. Σε θερμοκρασία 15-17 0C τα φυτά μπορούν να φυτρώσουν μέσα σε 2 βδομάδες.
Καλλιεργητικές φροντίδες:
Καταπολέμηση ζιζανίων: Με σκαλίσματα 2 φορές το πρώτο όταν τα φυτά αποκτήσουν ύψος 10 cm και το δεύτερο όταν ξαναβγούν ζιζάνια.
Προετοιμασία χωραφιού: Βαθύ όργωμα, φρεζάρισμα.
Λίπανση: Με εδαφολογική ανάλυση προσδιορίζεται η αναγκαιότητα ή μη της χρήσης λιπασμάτων. Συνήθως η απόδοση της καλλιέργειας αυξάνεται με την προσθήκη Ρ και Κ, ενώ το Ν δεν ασκεί ιδιαίτερη επίδραση στην απόδοση.
Ασθένειες - Μύκητες:. Pseudomonas syringae pv. coriandricola, προκαλεί νεκρώσεις και μειώνει τον αριθμό των καρπών. Ramularia coriandri, Fusarium oxysporum
Συλλογή – Απόδοση:
Τα φυτά συλλέγονται 1 βδομάδα πριν την πλήρη ωρίμανση και αφήνονται στο χωράφι να ξεραθούν (γιατί οι καρποί δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα). Κατόπιν αλωνίζονται με θεριζοαλωνιστική μηχανή σιταριού στην οποία έχουμε κάνει κάποιες τροποποιήσεις στα κόσκινα και στο μπροστινό τμήμα κοπής. Συνήθως η συγκομιδή γίνεται Ιούνιο. Η μέγιστη απόδοση σε καρπό φτάνει τα 300 kg/στρ., ενώ η μέση απόδοση κυμαίνεται 150-200 kg/στρ. Οι καρποί αποθηκεύονται όταν η υγρασία βρίσκεται περίπου στο 9%.
Αιθέριο έλαιο:
Η χρήση των καρπών του κορίανδρου σχετίζεται με τη χημική του σύσταση. Τα πιο σημαντικά συστατικά είναι τα αιθέρια έλαια και τα λίπη. Τα αιθέρια έλαια από τους καρπούς του κορίανδρου που έχουν υποστεί ξήρανση κυμαίνονται από 0,03-2,6%, ενώ για τα λίπη από 9,9-27,7%.
Τα κύρια συστατικά του αιθερίου ελαίου του κορίανδρου είναι: linalool, a-pinene, g-terpinene, geranylacetate, camphor, geraniol. Τα κύρια συστατικά των λιπών οξέων είναι: petroselinic acid, linoleic acid, oleic acid, palmitic acid.
Ιδιότητες-χρήσεις:
Ο κορίανδρος χρησιμοποιείται για φαρμακευτική χρήση αλλά και στα τρόφιμα. Τα αιθέρια έλαια και τα λιπαρά οξέα του καρπού χρησιμοποιούνται είτε χωριστά είτε μαζί. Αφού πάρουμε τα αιθέρια έλαια με απόσταξη παίρνουμε τα λιπαρά οξέα είτε μηχανικά είτε με εκχύλιση.
Τα αιθέρια έλαια του κορίανδρου για τον αρωματισμό προϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων και στην σαπωνοποιία. Η αρχική χρήση του στη βιομηχανία τροφίμων ήταν τα λικέρ, στη κόλα και στις σοκολάτες.
Ο κορίανδρος παράγει μεγάλη ποσότητα νέκταρ και προσελκύει πολλά διαφορετικά έντομα για την γονιμοποίηση του άνθους που έχει μεγάλη οικονομική και οικολογική σημασία. Υπολογίζεται ότι από 1 ha μπορούν οι μέλισσες να συλλέξουν γύρω στα 500 kg μέλι.
Το αιθέριο έλαιο των καρπών του χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική λόγω της ηρεμιστικής του δράσης. Οι καρποί του κοριάνδρου χρησιμοποιούνται σαν καρυκεύματα. Τα φύλλα του κορίανδρου λόγω της διαφορετικής -σε σχέση με τους καρπούς- και ιδιαίτερης οσμής τους χρησιμοποιούνται σαν καρύκευμα σε ποικιλία πιάτων (σούπες, σαλάτες, ντρέσιγκ).